χρηστομουσία

χρηστομουσία
ἡ, Α
τόπος κατάλληλος για την εκμάθηση διαφόρων πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. -μουσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”